άγρα

άγρα
I
Στην αρχαία Αθήνα, η αριστερά του Ιλισού περιοχή, από το Παναθηναϊκό στάδιο έως τη σημερινή οδό Αναπαύσεως περίπου. Στην αρχαία εποχή η περιοχή αυτή ήταν δασώδης και αφιερωμένη στη θεά του κυνηγιού Άρτεμη, που λεγόταν και Αγροτέρα. Η ονομασία Ά. οφείλεται είτε στην Αγροτέρα είτε στην άγρα (κυνήγι). Κοντά στο στάδιο υπήρχε ναός με άγαλμα της θεάς που κρατούσε τόξο, αλλά δεν διασώθηκε κανένα ίχνος του. Χαμηλότερα υπήρχε η πηγή Καλλιρρόη και οι ναοί της Δήμητρας, που λέγονταν τα προς Άγραν τα εν Άγρα.Πιο πέρα υπήρχε ναός της Ειλειθυΐας. Στον ναό γινόταν κάθε χρόνο γιορτή, η Αγροτέρας θυσία. Η περιοχή της Ά. που λεγόταν και Άγραι, ανήκε στον αττικό δήμο Αγρυλή.
II
Εξελληνισμένη ονομασία της πόλης Άγκρα (βλ. λ.) της Ινδίας, που θεωρείται ιερή πόλη από τους Ινδούς.
III
Ονομασία δύο οικισμών.
1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ., 990 κάτ.) της Λέσβου. Βρίσκεται στις νότιες απολήξεις του βουνού Προφήτης Ηλίας, ανατολικά της Ερεσού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλλονής.
2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 300 κάτ.) στην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φιλλύρας.
* * *
η (Α ἄγρα)
καταδίωξη και σύλληψη ζώων, πτηνών κ.λπ., θήρα, κυνήγι
νεοελλ.
επιδίωξη, επίμονη αναζήτηση
αρχ.
1. τρόπος κυνηγιού
2. ψάρεμα
3. θήραμα, αλίευμα, λάφυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με το ρ. ἀγρῶ βλ. λ., το σανσκρ. ghāse -ajra- (= παρακινώ σε φάγωμα, σπάραγμα) και το αρχ. ιρλανδ. ār (= ήττα, σφαγή).
ΠΑΡ. αρχ. ἀγραῖος, ἀγρεύς, ἀγρεύω, ἀγρότερος (Ι), άγρότης (II) ἀγρώσσω, ἀγρώστης, μσν. ἀγράριον.
ΣΥΝΘ. βοάγριον, ζωγρέω, θήραγρος, πάναγρος, ποδάγρα κ.ά.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἄγρα — ἄγρᾱ , ἄγρα hunting fem nom/voc/acc dual ἄγρᾱ , ἄγρα hunting fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -άγρα — παραγωγική κατάληξη τής Αρχαίας και τής Νέας Ελληνικής, που δημιουργήθηκε από τα σε αγρα σύνθετα και μάλιστα από τα ποδ άγρα, χειρ άγρα, που δηλώνουν νόσημα. Δηλώνει γενικά πάθος, κακότητα, ελάττωμα, όπως αγαθός αγαθάγρα, αγκώνας αγκωνάγρα (=… …   Dictionary of Greek

  • ἄγρᾳ — ἄγραι , ἄγρα hunting fem nom/voc pl ἄγρᾱͅ , ἄγρα hunting fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄγρᾳ — Ἄγραι , Ἄγραι hunting fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Υδροηλεκτρικός Σταθμός Άγρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360), στην επαρχία Έδεσσας του νομού Πέλλας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Άγρα …   Dictionary of Greek

  • ἄγρας — ἄγρᾱς , ἄγρα hunting fem acc pl ἄγρᾱς , ἄγρα hunting fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄγραι — ἄγρα hunting fem nom/voc pl ἄγρᾱͅ , ἄγρα hunting fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄγραν — ἄγρᾱν , ἄγρα hunting fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρεσίης — ἄγρα hunting fem gen sg (epic ionic) ἀγρεσία fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρῶν — ἄγρα hunting fem gen pl ἀγρέω take pres part act masc nom sg (attic epic doric) ἀγρός field masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”